Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Ο μοναχός Βικέντιος θρηνεί για το θάνατο της σκυλίτσας του







Από τα μάτια του κυλούσανε καυτά ποτάμια και η μύτη του άρχισε να πλυμμηρίζει. Κατέβασε το σκούφo χαμηλά και κάλυψε όλο του το πρόσωπο- μούσκεψε αμέσως το μάλλινο ύφασμα. Άφησε το κορμί να πέσει άψυχο, κουλουριασμένο, στο κρύο πάτωμα. Με τα δάκτυλά του ζουλούσε πάνω από το σκουφί τα μάτια του που τρέχανε ασταμάτητα, μόνο το στόμα του είχε αφήσει ακάλυπτο ν΄ανασαίνει και να αναπέμπει παρακλήσεις, προσευχές, μοιρολόγια, παράπονα . Ζητούσε το λόγο από τον Θεό, από την Παναγία. Από δεκαεφτά χρονώ σε υπηρετώ, Παναγιά μου. Ήρθα και βρήκα οκτώ μοναχούς κι ένα γέροντα σκληρό σαν την πέτρα. Κάθε χρόνο έφευγε κι ένας. Μόνάχος έμεινα μες στο σπίτι σου. Γιατί; Μια ανάσα ένιωθα κοντά μου κι εγώ τις νύχτες και μου τη στερείς κι αυτή, γιατί, Θε μου μεγαλοδύναμε; Θρήνησε με λυγμούς για ώρα πολλή, ώσπου κουράστηκε από τα τραντάγματα και η αναπνοή του στένεψε. Έβγαλε το σκουφί του και το χουφτάλιασε, έγειρε το βασανισμένο του κορμί ανάσκελα στο σανιδένιο πάτωμα και κάρφωσε το κουρασμένο βλέμμα του στον ουρανό, έξω από το παραθύρι

-
Γιάννης Μακριδάκης, Η δεξιά τσέπη του ράσου, σσ. 28-29


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου